μικός

μικός
μικός
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μικός — μικός, ή, όν (Α) βλ. μικκός …   Dictionary of Greek

  • μικῶν — μικός fem gen pl μικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικᾶς — μικός fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Сравнение дорожных знаков Европы — Образец швейцарского знака около Лугано Несмотря на очевидное единообразие, в европейских дорожных знаках существуют значительные отличия. Однако, большинство европейских стран приняли Венскую конвенцию о д …   Википедия

  • θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… …   Dictionary of Greek

  • μικκός — και μικός, ά, όν (ΑΜ, Α ιων. τ. μικκός, ή, όν) (βοιωτ. και δωρ. τ.) μικρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού μικρός τής καθημερινής γλώσσας τών αρχαίων, χωρίς επίθημα ( ρος) και με εκφραστικό διπλασιασμό τού κ (βλ. λ. μικρός)] …   Dictionary of Greek

  • μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …   Dictionary of Greek

  • mic — MIC, Ă, mici, adj. 1. Care este sub dimensiunile obişnuite; de proporţii reduse. ♢ Literă mică = minusculă. Degetul (cel) mic = cel mai subţire şi mai scurt dintre degete, aşezat lângă inelar. ♢ loc. adv. În mic = pe scară redusă, fără amploare.… …   Dicționar Român

  • θυμικός — θῡμικός , θυμικός high spirited masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”